- ὀκτακισχιλίας
- ὀκτακῑσχιλίᾱς , ὀκτακισχίλιοιeight thousandfem acc plὀκτακῑσχιλίᾱς , ὀκτακισχίλιοιeight thousandfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.